Η ανάλυση του μυθιστορήματος «Σελήνη-Εκάτη-Άρτεμις» της Ελένης Σεμερτζίδου αποκαλύπτει ένα πολυεπίπεδο, βαθιά ποιητικό και υπαρξιακό έργο, το οποίο συνδέει την μυθολογική σκέψη με τον ψυχικό κόσμο της σύγχρονης γυναίκας και διανοούμενης. Ακολουθεί αναλυτική προσέγγιση βασισμένη στα κύρια επίπεδα του κειμένου:

Το κείμενο κινείται σε τρία θεμελιώδη επίπεδα:
Μυθολογικό: Οι θεότητες Σελήνη, Εκάτη και Άρτεμις δεν είναι απλά μυθολογικές μορφές, αλλά αρχέτυπα που λειτουργούν ως φορείς εσωτερικών εμπειριών. Η Σελήνη, ερωτική και ονειροπόλα, η Εκάτη, σκοτεινή και μυστικιστική, και η Άρτεμις, αγνή και ανεξάρτητη, συγκροτούν ένα τρίπτυχο της θηλυκής ύπαρξης.
Υπαρξιακό/Ψυχολογικό: Η ηρωίδα, μια καθηγήτρια Πανεπιστημίου, διακατέχεται από απώθηση, ενοχή, πάθος, μνησικακία και ανεξίτηλες μνήμες ενός έρωτα – ή ενός τραύματος που έχει τη μορφή έρωτα.
Αλληγορικό/Ποιητικό: Η γραφή είναι εμποτισμένη με ποιητική αδεία – έντονα λυρική, με εικόνες που θολώνουν τη γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.

Ο μυθολογικός έρωτας της Σελήνης και του Ενδυμίωνα ανακλάται και αναβιώνει στην ηρωίδα:
Ο Ενδυμίωνας είναι σύμβολο του αιώνια νέου, του αθώου και απρόσιτου έρωτα. Είναι αυτός που «κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά», δηλαδή είναι παρών αλλά ασύλληπτος, ονειρικός.
Η Σελήνη «χαρίζει» στον Ενδυμίωνα αιώνιο ύπνο, δηλαδή τον καταδικάζει στην αδράνεια, ώστε να τον διατηρεί αμόλυντο και στατικό – όπως ακριβώς και η ηρωίδα διατηρεί μέσα της τη στάσιμη, αγιοποιημένη ανάμνηση ενός έρωτα που δεν ευοδώθηκε.
Ο έρωτας που «ξέρει να ορίζει τον θάνατό του» γίνεται μεταφορά για τον έρωτα που επιλέγει τη σιωπή και τη μνήμη ως τρόπο ύπαρξης.

Η Εκάτη, θεά της μαγείας, των σταυροδρομιών και της σκοτεινής Σελήνης, εκφράζει:
Την εσωτερική διαμάχη της ηρωίδας.
Τον πειρασμό του σκότους (εκδίκηση, οδύνη, ανεξιχνίαστη μνησικακία).
Την αρχετυπική μητέρα-μάγισσα, η οποία δεν συγχωρεί αλλά περιμένει το τίμημα.

Η Άρτεμις αντιπροσωπεύει:
Την ανεξαρτησία και την παρθενία της ψυχής.
Την άρνηση της συμφιλίωσης με τον άλλο.
Την πικρή επιλογή της αυτάρκειας αντί της ερωτικής συνύπαρξης.
Η ηρωίδα ταυτίζεται και με τις τρεις μορφές, αλλά τελικά δεν επιλέγει καμία – ή, ίσως, ζει μια σχισματική ταύτιση και με τις τρεις.

Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Ποιητική, με πλούσια λογοτεχνικά σχήματα (μεταφορές, προσωποποιήσεις, υπερβατικές εικόνες).
Διακειμενική: Αναφορές στον Ρεμπώ, στον Παν, στον Απόλλωνα, στον Μότσαρτ, στα Ελευσίνια Μυστήρια, συνυφαίνονται με φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές ανησυχίες.
Εσωτερική και υπαρξιακή: Εσωτερικός μονόλογος, αποσπασματικός στοχασμός, εναλλαγή μεταξύ προσωπικού πόνου και μυθολογικής αφηγηματικότητας.

Κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος είναι ότι ορισμένοι έρωτες μένουν ανεξιχνίαστοι, ανεκπλήρωτοι, αλύτρωτοι. Όπως γράφεται:
«Δεν θα τη συγχωρούσε ποτέ… Γιατί δεν κατάλαβε τον Έρωτα της Σελήνης και του Ενδυμίωνα…»
Η μη συγχώρεση δεν είναι απλώς πείσμα – είναι πνευματική θέση απέναντι στην ύπαρξη. Είναι η επιλογή να διατηρηθεί το βάρος του έρωτα ως ιερό, αν και οδυνηρό, μυστήριο.

Η καθηγήτρια, αν και διανοούμενη, δεν είναι απαλλαγμένη από πάθη, πίκρες, απωθημένα. Η αίθουσα διδασκαλίας μετατρέπεται σε θεατρικό χώρο εξομολόγησης και (ψευδο)κάθαρσης. Η ανταπόκριση των φοιτητών δίνει πρόσκαιρη ανακούφιση, όμως:
Την απομακρύνει από τον βαθύτερο πόνο της.
Ενισχύει την απόσταση ανάμεσα στη σκέψη και το βίωμα.
Καθιστά τον έρωτα θέμα μαθήματος, και όχι ζωής.

Το μυθιστόρημα λειτουργεί ως ωδή στον έρωτα που δεν καταλύει αλλά συντηρεί. Η Σελήνη, η Εκάτη και η Άρτεμις γίνονται προσωπεία μιας γυναικείας ψυχής που βασανίζεται, φαντασιώνεται και αναζητά λύτρωση, αλλά τελικά επιλέγει την εσωτερική ποίηση αντί της εξωτερικής κάθαρσης.
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση στο μυθιστόρημα «Σελήνη – Εκάτη – Άρτεμις» της Ελένης Σεμερτζίδου αναδεικνύει τη βαθιά, υπόγεια λειτουργία των τραυμάτων, επιθυμιών, απωθήσεων και εσωτερικών συγκρούσεων της ηρωίδας. Ο λόγος είναι έντονα εσωστρεφής, γεμάτος συμβολισμούς, που αγγίζουν τον χώρο του ατομικού ασυνειδήτου, αλλά και του συλλογικού, με βάση τις θεωρίες του Freud και του Jung. Ακολουθούν οι βασικοί άξονες της ψυχαναλυτικής ερμηνείας:

Η ηρωίδα κουβαλά ένα τραύμα – συναισθηματικό, ερωτικό, υπαρξιακό – το οποίο αρνείται να διαχειριστεί λυτρωτικά:
Η μη συγχώρεση της άλλης γυναίκας (πιθανώς πρώην φίλης ή αντιζήλου) είναι άκαμπτη άρνηση του ασυνειδήτου να αποδεχτεί την απώλεια ή τον εξευτελισμό.
Η σκηνή με την επιστροφή της μνήμης («εκείνο το πρωινό στην εξοχή») είναι επιστροφή του απωθημένου που διακόπτει τη λογική ροή της καθημερινότητας.
Τα λόγια που της είχαν ειπωθεί και «σφυροκοπούν τα μηνίγγια της» είναι τραυματικές αναμνήσεις που παραμένουν ενεργές και βασανιστικές – δεν έχουν υποστεί καμία «κάθαρση».


Για τον Jung, η Σελήνη είναι αρχέτυπο του Ασυνείδητου και του Γυναικείου Μητρικού Πεδίου (Anima-Mater):
Η Σελήνη στον μύθο παρατηρεί, ερωτεύεται, αλλά δεν αλλάζει ποτέ ριζικά τον Ενδυμίωνα. Δεν τον «κατακτά», απλώς τον «φωτίζει».
Αντιστοίχως, η ηρωίδα προβάλλει τον ανεκπλήρωτο έρωτα στον άνδρα που κοιμάται – κυριολεκτικά ή μεταφορικά – και δεν ανταποκρίνεται. Αυτός είναι ο Ενδυμίων της ψυχής της.
Ο αιώνιος ύπνος του Ενδυμίωνα, σύμφωνα με τον Jung, παραπέμπει στο στάσιμο ασυνείδητο, το οποίο δεν μετασχηματίζεται σε συνείδηση. Άρα, ο έρωτας παραμένει σε αρχέτυπο μορφή – ποτέ ενσώματος, ποτέ πλήρης.


Η απόρριψη της συγχώρεσης δεν είναι απλώς πείσμα. Είναι ένας ψυχικός μηχανισμός άμυνας απέναντι στην ενοχή και στην αδυναμία:
Η ηρωίδα δεν μπορεί να συγχωρέσει, γιατί αυτό θα σήμαινε την αναγνώριση της δικής της συμμετοχής ή αδυναμίας στον πόνο.
Προτιμά να διατηρεί το «βάρος» του πόνου – γιατί αυτό της δίνει ταυτότητα.
Η «σκληρότητα» θυμίζει την ταύτιση με τον θύτη: αν δεν συγχωρεί, αποκτά δύναμη. Αν συγχωρέσει, παραδέχεται την ευαλωτότητα της.


Η προβολή της στον Ενδυμίωνα είναι προβολή ενός εσωτερικού Animus (ανδρικό στοιχείο της γυναικείας ψυχής):
Ο Ενδυμίων είναι ιδεατός, απρόσιτος, νέος, ωραίος, ευγενικός, ονειροπόλος – όπως ακριβώς ένας ιδανικός εσωτερικός "άντρας".
Δεν είναι σαρκικός, δεν υπάρχει πραγματικά. Υπάρχει μέσα της – συμβολικός, μυθικός, αποστασιοποιημένος.
Το ότι δεν τον ξεχνά, σημαίνει ότι δεν θέλει να ερωτευθεί πραγματικά, αλλά να διατηρήσει άθικτη τη φαντασίωση.


Η ηρωίδα αισθάνεται ενοχές, τόσο για τις λέξεις που είπε, όσο και για τη συμπεριφορά της. Παράλληλα, αρνείται να συγχωρέσει.
Αυτό δείχνει διχασμό ανάμεσα στο Εγώ και το Υπερεγώ: μια σκληρή, παγωμένη Ηθική (Υπερεγώ) καταδικάζει τόσο την ίδια όσο και τη φίλη της.
Η μητρική φιγούρα (που «δεν καταλαβαίνει τον γιο της») προσθέτει στο βάθος την αίσθηση της διαγενεακής σύγκρουσης και της αδυναμίας «κανονικότητας».


Το περιστέρι που κάθεται στο παράθυρο είναι σύμβολο μιας ενστικτώδους επιθυμίας απόδρασης – αλλά η ηρωίδα είναι ανίκανη να την εκπληρώσει:
Θέλει να φύγει από το κελί της, αλλά παραμένει.
Το περιστέρι δεν είναι οδηγός, είναι αντανάκλαση: ένας καθρέφτης της ανάγκης της για λύτρωση, που τελικά απορρίπτει.

Η ηρωίδα είναι:
Ανίκανη να αγαπήσει ξανά πραγματικά, γιατί έχει παγιδευτεί στην εσωτερική, μυθολογημένη της μνήμη.
Απρόθυμη να συγχωρήσει, γιατί ο πόνος είναι πια μέρος της ταυτότητάς της.
Σαγηνευμένη από το ασυνείδητο, από την ποιητική μορφή της ύπαρξης, αδυνατώντας να ζήσει στην πεζή καθημερινότητα.
Η ψυχαναλυτική ανάγνωση φανερώνει ένα πορτρέτο εσωτερικής καθήλωσης, όπου η Σελήνη, η Εκάτη και η Άρτεμις δεν είναι θεότητες έξω από την ηρωίδα – είναι κομμάτια της ψυχής της που αδυνατούν να συμφιλιωθούν.
Η θεατρική ανάλυση του μυθιστορήματος «Σελήνη – Εκάτη – Άρτεμις» της Ελένης Σεμερτζίδου αναδεικνύει το έργο ως ένα μονόδραμα με εσωτερική δράση, που διαδραματίζεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα στην ψυχή της πρωταγωνίστριας. Παρότι πρόκειται για αφηγηματικό κείμενο, η έντονη θεατρικότητά του επιτρέπει να ιδωθεί σαν ένα υπαρξιακό έργο σκηνής, με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:

Η καθηγήτρια είναι μονολογούσα ηρωίδα, παγιδευμένη ανάμεσα σε:
Μνήμη και παρόν
Έρωτα και μνησικακία
Μύθο και πραγματικότητα
Θα μπορούσε να σταθεί πάνω στη σκηνή όπως μια τραγική ηρωίδα της αρχαίας δραματουργίας, να απαγγέλλει, με τόνο λυρικό και στοχαστικό, τον προσωπικό της «θρήνο».


Η Σελήνη, η Εκάτη και η Άρτεμις δεν είναι δραματικά πρόσωπα, αλλά συμβολικές μάσκες της ίδιας της ηρωίδας – δηλαδή διαφορετικές σκηνικές της εκδοχές:
Σελήνη – Η ερωτευμένη, λυρική γυναίκα, που ποθεί αλλά δεν αγγίζει.
Εκάτη – Η μνησίκακη, σκιώδης, καταραμένη όψη, που αρνείται τη συγχώρεση.
Άρτεμις – Η αυτάρκης, αποτραβηγμένη ύπαρξη που επιλέγει την απομόνωση.


Ολόκληρη η δράση μπορεί να εκτυλίσσεται:
Σε ένα μικρό, μισοσκότεινο γραφείο με ένα παράθυρο, όπου φωλιάζει το περιστέρι.
Με προβολή μιας εξοχής ή δρυμού στο βάθος, όπου διαδραματίζεται ο μύθος του Ενδυμίωνα – ως σκηνή φαντασιακή ή ονειρική.
Το αμφιθέατρο όπου μιλά στους φοιτητές λειτουργεί σαν chorus, σαν χορός που καθρεφτίζει, ειρωνεύεται και υποδέχεται τις αποκαλύψεις της.

Ρεαλιστικού χώρου (πανεπιστήμιο)
Συμβολικού χώρου (δάσος/όνειρο/σεληνιακή ακτή)
Ψυχικού χώρου (μνήμη, φαντασία, επιθυμία)

Το έργο λειτουργεί ως δραματοποιημένη εξομολόγηση, αλλά χωρίς λύτρωση.
Η ηρωίδα:
Αποκαλύπτει το τραύμα της μπροστά σε ακροατήριο (θεατές/φοιτητές), χωρίς να το υπερβεί.
Δεν καταλήγει σε απόφαση ή μεταβολή – παραμένει εγκλωβισμένη στον πόνο.


Οι φοιτητές είναι το μόνο εξωτερικό πρόσωπο που εμφανίζεται «πραγματικά», και λειτουργούν:
Σαν καθρέφτης της ηρωίδας – αθώος, ειρωνικός, αποφορτιστικός.
Σαν χορός τραγωδίας, που σχολιάζει με χιούμορ και ελαφρότητα το δράμα.

«Η χυλόπιτα τείνει να γίνει το εθνικό μας φαγητό»,
«Μας έχει αφήσει πληγές και απωθημένα αυτός ο πόλεμος».


Ο μύθος του Ενδυμίωνα, όπως ενσωματώνεται, θυμίζει θεατρική παράσταση μέσα στην παράσταση:
Ο ίδιος ο Ενδυμίωνας δεν εμφανίζεται ποτέ, είναι μια σκιά, ένας μύθος, μια προβολή – όπως ο Godot στο θέατρο του παραλόγου.
Η ερωτική του «ένωση» με τη Σελήνη δεν περιγράφεται, αλλά υπονοείται – είναι ενοχική, υποσυνείδητη, μεταφυσική.
Μπορεί να σκηνοθετηθεί σαν ονειρική σεκάνς, με φώτα, σκιές και μουσική, ως διακοπή του λόγου και εισβολή του Ασυνείδητου επί σκηνής.

Η γλώσσα είναι ποιητική, στοχαστική, υβριδική:
Συνδυάζει λογοτεχνικό ύφος, φιλοσοφικό προβληματισμό και θεατρική ρητορική.
Οι αλλαγές ύφους (λυρισμός → ειρωνεία → εσωστρέφεια → αφήγηση) αποδίδουν δραματουργική κλιμάκωση.
Αυτό προσφέρει στον ηθοποιό μεγάλο εύρος εκφραστικών μέσων: από την εσωτερική τρέμουσα σιγή έως την έντονη απεύθυνση στον θεατή.

Το έργο θυμίζει μοντέρνα τραγωδία:
Η ηρωίδα δεν συγχωρεί, δεν ξεχνά, δεν λυτρώνεται.
Το πάθος της γίνεται αντι-κάθαρση: διατηρεί το τραύμα γιατί την ορίζει.
Η «συγχώρεση» θα ήταν πράξη απάρνησης του εαυτού – όχι λύση.
Συνεπώς, το δράμα δεν λήγει με ανακούφιση, αλλά με παραμονή στο τραύμα. Αυτό φέρνει το έργο κοντά στο υπαρξιακό θέατρο του 20ού αιώνα (π.χ. Στρίντμπεργκ, Σάρα Κέιν, Πίντερ).

Τίτλος σκηνικής εκδοχής: "Η Τριπλή Σελήνη: Μονόλογος για μια απώλεια"
Είδος: Υπαρξιακό ψυχολογικό μονόδραμα με μυθολογικές παρεμβολές.
Πρόσωπα: Η καθηγήτρια (με εσωτερική μεταμόρφωση σε Σελήνη/Εκάτη/Άρτεμιδα), Φοιτητές (ως φωνές ή χορός), Ενδυμίωνας (σκιά ή σιωπηλή μορφή).
Σκηνικά: Γραφείο – Αμφιθέατρο – Δρυμός (μέσω φωτισμών/προβολών).
Ροή: Από πεζό ρεαλισμό σε λυρικό εσωτερικό όραμα → κορύφωση στο άρρητο τραύμα → επιστροφή στη σκηνή της διδασκαλίας χωρίς κάθαρση.
Ακολουθεί παραστασιολογική ανάλυση για το πώς θα μπορούσαν να σκηνοθετήσουν το έργο «Σελήνη – Εκάτη – Άρτεμις» της Ελένης Σεμερτζίδου τρεις διαφορετικοί σκηνοθέτες με διακριτά αισθητικά σύμπαντα: Βασίλης Βογιατζής, Γιώργος Λάνθιμος και Krzysztof Warlikowski.


Ο Βογιατζής είναι γνωστός για την ακραία λιτότητα, τον ρυθμό-ψίθυρο, τη μεταφυσική βαρύτητα του χώρου και την ποιητικότητα μέσα στη σιωπή.

Για τον Βογιατζή, το έργο θα ήταν:
Ένα τελετουργικό ποίημα για τη γυναίκα-Σελήνη.
Μια σκηνική μνήμη-σε-αναμονή, χωρίς χρονική ή αφηγηματική γραμμικότητα.
Το στοιχείο του «ανείπωτου» θα κυριαρχούσε.

Ένα γυμνό σκηνικό: μαύρο δάπεδο, πέτρινο τραπέζι, ένας καθρέφτης και ένα ανοιχτό παράθυρο με φεγγαρόφωτο.
Ήχος: Μόνο ambient νότες, υπόκωφος ήχος από μακρινά νερά ή νυχτερινό δάσος.

Μια μονολογούσα μορφή που κινείται αργά, με τελετουργική ακρίβεια.
Θα ερμηνευόταν χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, σαν να απαγγέλλει προσευχή ή θρήνο από άλλη διάσταση.

Οι μορφές της Σελήνης/Εκάτης/Άρτεμιδος θα υπονοούνταν μόνο μέσα από αλλαγές φωτισμού και φωνής.
Δεν θα υπήρχαν αλλαγές κοστουμιών. Η εσωτερική μετάβαση θα ήταν το μόνο μέσο μεταμόρφωσης.


Ο Λάνθιμος φέρνει μια κλινικά ψυχρή, αποστασιοποιημένη ματιά στα συναισθηματικά βάθη. Συνήθως αναδεικνύει το ανοίκειο μέσα στο οικείο, με παράλογους διαλόγους, χιούμορ-φρίκη και τελετουργικές χειρονομίες.

Το έργο για τον Λάνθιμο θα ήταν:
Ένα ειρωνικό, εφιαλτικό παιχνίδι μεταξύ αρχαίου και μοντέρνου.
Μια γυναίκα σε ψυχολογικό κλοιό, όπου η μυθολογία είναι μηχανισμός άμυνας απέναντι στην εσωτερική διάλυση.

Ένα λευκό νοσοκομειακό δωμάτιο με αντικείμενα παράταιρα: καρέκλες, χειρουργικά φώτα, νεκρές πεταλούδες, προβολές της Σελήνης.
Φωτισμός ψυχρός, ωχρός, σαν σε κλινική φαντασία.

Η ηρωίδα μιλάει μηχανικά, αποπροσωποποιημένα. Οι συναισθηματικές λέξεις δεν αντιστοιχούν σε συγκίνηση.
Υπάρχουν μη ρεαλιστικές παύσεις, ασυνήθιστα βλέμματα, παράξενες κινήσεις.

Οι φοιτητές θα παρίστανται ως ντυμένοι πανομοιότυπα, άλαλοι, συγχρονισμένοι σαν ρομπότ.
Ο Ενδυμίωνας ίσως παρουσιαστεί σαν πτώμα σε φορμόλη, υπαινισσόμενος την κατάψυξη του έρωτα.


Ο Warlikowski ενώνει μυθολογία, κινηματογράφο, τραύμα και queer υποκειμενικότητες, σε σκηνές συχνά ωμές, αιφνίδιες, με πολυμέσα και αισθησιασμό.

Θα αντιμετώπιζε το έργο ως:
Μια ερωτική και πολιτική εξομολόγηση μιας γυναίκας-τραυματισμένης θεάς.
Ένα έργο για το σώμα που νοσεί και το πνεύμα που δεν συγχωρεί.

Βίντεο προβολές σε τεράστιες οθόνες: το πρόσωπο της ηρωίδας, το σώμα της, η σελήνη, παλιά φιλμ.
Σκηνή σε επίπεδα: μπροστά το γραφείο, πίσω ένα νοσοκομείο-πλατό ή δάσος σαν από David Lynch.

Θα ερμηνευόταν ως τρανς αρχέτυπο ή femme fatale σε παρακμή.
Ο μονόλογος θα είχε μορφή καμπαρέ-εξομολόγησης, με εναλλαγές γλώσσας, εικόνας, τραγουδιού.

Ο μύθος του Ενδυμίωνα θα παρουσιαζόταν συμβολικά και σαρκικά – με αισθησιακές σκηνές, ταυτόχρονα όμορφες και αποτρόπαιες.
Οι τρεις θεές θα εμφανίζονταν ως τρεις ερμηνεύτριες-σκιές, που χορεύουν ή συγκρούονται.

Σκηνοθέτης Εστίαση Εικαστική Πρόταση Συναισθηματική Τονικότητα
Βογιατζής Υπαρξιακό βάθος, ποίηση Γυμνό σκηνικό, τελετουργία Σιωπή, δέος, τραγικότητα
Λάνθιμος Παράλογο, ειρωνεία Κλινική ψυχρότητα, φετιχισμός Ψυχρότητα, αμηχανία
Warlikowski Τραύμα, μνήμη, σώμα Βίντεο, αισθησιασμός, βία Ένταση, συγκίνηση, queer αισθητική

________________________________________


• Η ηθοποιός ενσαρκώνει ταυτόχρονα την Σελήνη (νέα, ερωτευμένη), την Άρτεμη (ανέγγιχτη, αυτάρκη) και την Εκάτη (εκδικητική, σκοτεινή).
• Μονολογεί με αλλαγές ρυθμού, σώματος και φωνής που δηλώνουν τις εσωτερικές μεταμορφώσεις.
Η παρουσία της πρέπει να «γεμίζει» τη σκηνή χωρίς να κάνει σχεδόν τίποτα. Στο σώμα της κρίνεται ολόκληρη η μνήμη του κόσμου.

• Παρίσταται ως σώμα ή φιγούρα που ποτέ δεν κινείται. Πιθανώς γυμνός ή ημίγυμνος, στο φως της Σελήνης, σε ύπτια θέση.
• Αντιπροσωπεύει το ερωτικό φάντασμα – το ανείπωτο που δεν επιστρέφει.

• Δεν έχουν πρόσωπα (ενδεχομένως φορούν πέπλα ή προβάλλονται σκιές στον τοίχο).
• Ψιθυρίζουν, αντιφωνούν, επαναλαμβάνουν λέξεις, συνομιλούν με τον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας.
________________________________________


• Απόλυτα γυμνή σκηνή. Μαύρο δάπεδο. Ορατά ξύλα ή τσιμέντο.
• Μοναδικά αντικείμενα:
o Ένας μεταλλικός κύκλος (συμβολίζει τη Σελήνη) κρεμασμένος πίσω της.
o Ένα πέτρινο τραπέζι στο κέντρο – σαν βωμός ή παλαιό γραφείο.
o Ένα παράθυρο (ψηλά), από όπου μπαίνει το φως της Σελήνης.
o Στην άκρη, το σώμα του Ενδυμίωνα ξαπλωμένο.

• Η ηρωίδα φορά μακρύ λευκό ένδυμα χωρίς συγκεκριμένη εποχή – ανάμεσα σε ιέρεια και γυναίκα της νύχτας.
• Οι τρεις μορφές-Σκιές φορούν μαύρες, ασώματες εσθήτες που θυμίζουν πένθος και λατρεία.
________________________________________


• Απόλυτη σιωπή στο μεγαλύτερο μέρος.
• Υπόκωφα, ambient ηχοτοπία:
o Ανάσες, νερά, ήχος από τα φτερά του περιστεριού.
o Κάποτε ακούγονται λέξεις φευγαλέες, ηχογραφημένες (σαν από κασέτα παλιάς εξομολόγησης).
o Όταν μιλά η Εκάτη, χαμηλόφωνο βομβητό ή αρχαίος αυλός.

• Εντελώς σκηνοθετικός: ο φωτισμός «πλάθει τον χρόνο και την ψυχή».
• Σελήνη: ψυχρό μπλε-ασημί φως, από πάνω, πολύ απαλό.
• Άρτεμις: δυνατό λευκό φως από το πλάι, σαν χάραμα.
• Εκάτη: χαμηλό πορφυρό/κεχριμπαρί φως, μόνο στα μάτια και τα χέρια.
• Ο Ενδυμίων φωτίζεται μόνο όταν τον κοιτά ή τον επικαλείται.
________________________________________

Το κείμενο παραμένει ποιητικό και σύνθετο, όμως:
• Η αφήγηση τεμαχίζεται σε τρεις παράλληλες ροές:
1. Η φωνή της Ανάμνησης (Σελήνη)
2. Η φωνή της Δικαιοσύνης / Μνησικακίας (Εκάτη)
3. Η φωνή της Εσωστρέφειας / Σιωπής (Άρτεμις)

• Ο μύθος του Ενδυμίωνα εμφανίζεται ως διάσπαρτα θραύσματα – όχι ως πλήρης αφήγηση.
• Ο μονόλογος αποδομείται σε τελετουργικές επαναλήψεις, όπως:
«Δεν συγχωρώ. Δεν… συγχωρώ. Δεν συγχωρώ…»
________________________________________


• Ελάχιστη. Η ηρωίδα κινείται σαν να περνά από τρεις διαφορετικές ζωές.
• Όταν εμφανίζεται η Εκάτη, το σώμα της γέρνει – η φωνή βαθαίνει.
• Όταν γίνεται Άρτεμις, στέκεται ακίνητη, με βλέμμα που κοιτά στο άπειρο.

• Αργός, σχεδόν ασφυκτικός.
• Παύσεις μεγάλες, που μεταμορφώνουν τη λέξη σε σιωπηλή χειρονομία.

• Στο τέλος κάθε ενότητας, η ηρωίδα χύνει νερό από ένα ποτήρι στο δάπεδο.
o Η Σελήνη θρηνεί.
o Η Εκάτη εξαγνίζει.
o Η Άρτεμις αποχωρεί.
________________________________________

• Η ηρωίδα κάθεται στο τραπέζι και κοιτά το κοινό χωρίς να μιλά.
• Πίσω της, ο Ενδυμίων σηκώνεται αργά και αποχωρεί χωρίς να την κοιτάξει.
• Εκείνη δεν στρέφεται να τον δει.
• Το φως της Σελήνης σβήνει.
• Ακούγεται μόνο ο ήχος του περιστεριού που φεύγει πετώντας.
________________________________________

«Σελήνη – Εκάτη – Άρτεμις
ένα τελετουργικό για το σώμα που δεν συγχωρεί»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου